- εὔμικτος
- εὔμικτοςsocialmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύμικτος — εὔμικτος, ον (Α) 1. κοινωνικός 2. (για δρόμο) συχναζόμενος, πολυσύχναστος (διάφ. ανάγν. τού ευεπίμικτος) 3. (για τον θεό) επιεικής, φιλικός, καλοκάγαθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μικτός (< μείγνυμι)] … Dictionary of Greek
εὔμικτον — εὔμικτος social masc/fem acc sg εὔμικτος social neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔμικτα — εὔμικτος social neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔμικτοι — εὔμικτος social masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμιξία — εὐμιξία, ἡ (Α), [εύμικτος] πάπ. ευτυχής συμβίωση, επιτυχής ένωση … Dictionary of Greek
εὐμικτοτέραν — εὐμικτοτέρᾱν , εὔμικτος social fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)